13/1/17

Ούτε η μάνα μου, των κ. κ. Έφη Καγξίδου, Λίνα Σπεντζάρη


Έχω πρόβλημα με αυτό το βιβλίο. Στο οπισθόφυλλο γράφει ότι είναι αληθινή ιστορία και μάλιστα οι ήρωες παρουσιάζονται με τα αληθινά τους ονόματα, είναι δηλαδή η εξιστόρηση της ζωής του Γιώργη (του βασικού πρωταγωνιστή της ιστορίας), οπότε αυτομάτως χάνω το δικαίωμα ακόμη και να αναζητήσω το "γιατί" σε ενέργειες που μου φαίνονται ακατανόητες. Αφού έτσι έγινε; Τι θα πει "γιατί", δεν επιδέχεται αμφισβήτησης το θέμα, είναι καταγραφή ιστορίας. Οπότε στην απορία μου (και ίσως όχι μόνο δική μου) για ποιο λόγο η μάνα του Γιώργη δεν του έδωσε το δικαίωμα να απολογηθεί, η μόνη απάντηση που υπάρχει είναι "'Ελα ντε. Έτσι μου είπανε ότι έγινε, μπροστά δεν ήμουν". Εννοώ, μέσα στο κείμενο υπάρχει μια αιτιολόγηση της συμπεριφοράς των υπολοίπων συγγενών (την οποία δεν κρίνω ως σωστή ή λάθος, αλλά με βοηθά να κατανοήσω τις ενέργειές τους), ενώ η μάνα του απλά τον κατηγορεί, τον καταριέται και δεν ακούει τίποτε. 
Και συνεχίζω. Η ιστορία προφανώς και είναι συναρπαστική. Ποιανού η ζωή δεν είναι άλλωστε... Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο που μέσα σε μια νύχτα χάνει όλα όσα θεωρούσε δεδομένα (έμψυχα και άψυχα) κατηγορούμενος άδικα και στην ουσία εκδιώκεται από τον τόπο του και αναγκάζεται να αρχίσει τη ζωή του από το μηδέν. Και έχει το θάρρος να ζήσει, να δημιουργήσει ξανά παρά την πίκρα του και τις δυσκολίες που προέκυψαν ξανά στη ζωή του με τον ξεριζωμό και την προσφυγιά. 
Βέβαια από την άλλη πλευρά, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο δεν στεκόμαστε μόνο στην ιστορία. Πρέπει να μας αγγίξει και η πένα του συγγραφέα, να μας παρασύρει, να ταιριάξει στο μυαλό και στην ψυχή μας, αλλιώς το βιβλίο φαίνεται "στεγνό", ξερό, χωρίς συναίσθημα. Στο συγκεκριμένο βιβλίο υπήρχαν σκηνές πολύ δυνατές, ειδικά το τελευταίο 1/3 του ήταν με μεγάλη διαφορά πολύ καλύτερο συγκριτικά με τα πρώτα 2/3. Η ιστορία της Βασιλείας... δεν είμαι αναίσθητη, δάκρυσα, σφίχτηκε η ψυχή μου. Είχε ένταση σε εκείνο το σημείο, είχε συναίσθημα, η κάθε πρόταση είχε δύναμη. Το ίδιο και στο τέλος του βιβλίου, το τέλος της ιστορίας του Γιώργη, επίσης ήταν έντονο. Όμως το υπόλοιπο βιβλίο υπολειπόταν σε σχέση με αυτές τις σκηνές, δεν παρασύρθηκα από συναισθήματα, δεν συμπόνεσα κανέναν ήρωα σε καμία χρονική στιγμή (προφανώς εξαιρώ αυτές τις σκηνές που προανέφερα) ό,τι και να βίωνε. Να σημειώσω εδώ ότι έχω διαβάσει πολλά βιβλία που έχουν γραφτεί για τη σφαγή/διωγμό των Χριστιανών από τη Σμύρνη, οπότε οι καταστάσεις που περιέγραφε μου ήταν γνωστές. 
Διαβάζοντας συνεντεύξεις των συγγραφέων, διαπιστώνω ότι είναι η πρώτη απόπειρα να γράψουν μυθιστόρημα και για τις δύο, και μάλιστα ότι έχουν αμφότερες εμπειρία στην ποίηση. Αυτό δικαιολογεί πολλά για τον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο με τις σχεδόν "λυρικές" περιγραφές σε κάποια σημεία και τις πολλές κοφτές προτάσεις που εμένα με ξένισαν λίγο (μια και είμαι συνηθισμένη να διαβάζω μεγάλες προτάσεις και μακροσκελείς περιγραφές- και αν χρειαστεί να γράψω κάτι γράφω μακροσκελώς). Πάντως με χαρά θα περιμένω να εκδώσουν νέο βιβλίο, είμαι σίγουρη ότι θα είναι ακόμη καλύτερο. 
Γενικά το βιβλίο είναι ωραίο, διαβάστε το για να σχηματίσετε άποψη, είμαι σίγουρη ότι θα αγαπήσετε τον Γιώργη και αν μη τι άλλο θα μάθετε να δίνετε στους συνανθρώπους το δικαίωμα της απολογίας πριν τους κατακρίνετε. 

Βαθμολογία: 7/10

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
"Μια αληθινή ιστορία μεγάλης έντασης, γραμμένη με τόσο ζωντανές λεπτομέρειες, που κάθε σελίδα σκίζει το μυαλό και την καρδιά. Τα πρόσωπα και τα ονόματα είναι υπαρκτά, χωρίς ψευδώνυμα, καθώς και οι τόποι όπου έδρασαν, για να μπορέσει ο αναγνώστης να βιώσει την πολυπόθητη κάθαρση.
Γενάρης του 1920 σε ένα νησί του Βόρειου Αιγαίου. Ένας μήνας που θα ήταν ο τελευταίος της νιότης του. «Θα σε πνίξω με τα ίδια μου τα χέρια». Μια φράση που θα ξήλωνε απ άκρη σ άκρη τη στέγη της ψυχής του.
«Σας ορκίζομαι στην τιμή μου ότι είμαι αθώος! Η μάνα μου, πού χάθηκε η μάνα μου; Μόνο αυτή μπορεί να σταματήσει όλον αυτόν τον παραλογισμό!»
Μια γυναίκα που κρατούσε στα χέρια της όλες τις συμφορές του κόσμου! «Την κατάρα μου να χεις! Ατίμασες τη γενιά σου! Έκλεισες τα σπίτια μας!»
«Ούτε η μάνα μου...», οι τελευταίες λέξεις που ξεστόμισε ο καπετάν-Γιώργης φεύγοντας στιγματισμένος από τον τόπο του. Μια οικογένεια διαλύεται, ένα σπίτι ρημάζει. Και η οδύσσεια ξεκινάει...
Από τη Χίο στα Βουρλά, από τις στάχτες της Μικρασιατικής καταστροφής στα παραπήγματα του Πειραιά και του Βόλου, οι ήρωες θα παλέψουν με τους δαίμονες της ζωής τους, περιπλανώμενοι για περίπου μισό αιώνα. Ψυχές τραυματισμένες, ξεριζωμένες που άλλες κατάφεραν να βρουν καταφύγιο και άλλες ρήμαξαν μόνες τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.
«ΔΕΝ ΜΕ ΠΙΣΤΕΨΕ ΚΑΝΕΙΣ... ΟΥΤΕ Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ!»"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου