5/4/18

Στα βαθιά νερά, του κ. Φάνη Φαντέμη


Το βιβλίο "Στα βαθιά νερά" είναι ένα βιβλίο με έξι διηγήματα, όλα αφορούν ναυτικούς και είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους κυρίως όσον αφορά τη θεματολογία.
Τα δύο πρώτα δεν μου άρεσαν ιδιαίτερα (ειδικά το πρώτο που ευτυχώς είναι πολύ μικρό), ζορίστηκα λίγο να τα παρακολουθήσω, έχουν και ναυτική ορολογία μέσα...δε ξέρω, κάτι δεν με ενθουσίασε. Τα επόμενα όμως ήταν πολύ ωραία. Ο ήρωας και η υπόθεση κάθε φορά αλλάζουν, όμως η βασική ιδέα είναι η ίδια: ο άνθρωπος που αγαπάει, νοσταλγεί, προσπαθεί να βρει ανταπόδοση των αισθημάτων του, κάνει όνειρα για το μέλλον και γενικά προσπαθεί να δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες ώστε να έχει μια καλύτερη ζωή. Δεν είναι γλυκανάλατα τα διηγήματα, είναι όμως πολύ "ανθρώπινα", με μια παραστατική απεικόνιση των ανθρώπινων αδυναμιών. Πραγματικά πιστεύω ότι μας άνοιξε ένα παράθυρο για να μπορέσουμε να δούμε λίγη από τη ζωή των ναυτικών...
Ιδιαίτερα θα ήθελα να αναφερθώ στο τελευταίο διήγημα, που αφορά ένα πλοίο που τορπιλίζεται κατά τη διάρκεια του πολέμου και κάποιοι από τους ναυτικούς του περισυλλέγονται ως ναυαγοί. Είναι από τα καλύτερα μικρής έκτασης αφηγήματα που έχω διαβάσει και αφορούν τη ζωή στα εμπορικά πλοία κατά τη διάρκεια του πολέμου. 
Σε γενικές γραμμές θα έλεγα ότι αξίζει να το διαβάσετε, ειδικά όσοι έχετε κάποιον συγγενή ή γνωστό που δούλεψε στα καράβια. 

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Τα χέρια τους είχαν ξυλιάσει. Όλη τη νύχτα τη νύχτα στο μπουγέλο. Αισθάνονται τα πόδια τους να παγώνουν, το σώμα τους, οι δυνάμεις να τους παρατούνε σιγά- σιγά, κι εκείνοι με τη σειρά τους να παρατούνε το μπουγέλο. Τελευταίος το πήρε από τα χέρια του λοστρόμου ο καπετάνιος. Είχε μουδιάσει. Κάποια στιγμή του φάνηκε πως έσπασε ο αέρας, πως τα κύματα χαμηλώνανε και κόβονταν η ορμητικότητά τους. Μα, εκείνος νύσταζε κι ακούμπησε σ' ένα βρεγμένο τοίχο. Σα να 'τανε του σπιτιού τους ο τοίχος. Έτσι του φάνηκε. Ξαφνικά από την πόρτα πρόβαλλε ο πατέρας του, όσο τον θυμόταν τότε που ήταν πέντε χρονών. Αδύνατο, είπε μοναχός του, αφού έχει αποθάνει. Και όμως! Βρεθήκανε ξαφνικά μαζί στο βαρκάκι του θείου του με το κομψό πανάκι, που το έπαιρνε όταν ήταν μικρός, κι έκοβε βόλτες στο λιμάνι του νησιού ή πήγαινε για ψάρεμα. Αλλά, κάποτε ο καιρός τον ξενέρισε, είχε πάρει μια κατεβασιά, ένας Μαΐστρος, με φωτιές κι αστροπελέκια αρματομένος. Φίδια ξερνούσε η μπούκα του λιμανιού. Και δωσ' του εκείνος να κόβει βόλτες με το πανάκι, για να μπει μέσα και ν' αράξει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου