1/6/18

Τρία μαύρα νούφαρα, Michel Bussi


Καταρχήν να πω ότι το βιβλίο έχει καταπληκτικό εξώφυλλο. Μπράβο σε όποιον το σκέφτηκε, ταιριάζει απόλυτα με την κεντρική ιδέα του βιβλίου και επίσης είναι πανέμορφο.
Και κάπου εδώ τελειώνουν όσα μου άρεσαν.
Δεν ξέρω, ήταν πάρα πολύ κουραστικό. Μέχρι περίπου τη σελίδα 200, και μιλάω ειλικρινά, ο μόνος λόγος που το συνέχισα ήταν οι πολλές εκθειαστικές κριτικές που έχω διαβάσει. Στην ουσία, διάβαζα και περίμενα πότε θα φτιάξει η υπόθεση, πότε θα μου αρέσει ή θα συμπαθήσω έστω και έναν από τους πρωταγωνιστές και πότε θα σταματήσει να είναι τόσο «επίπεδο». Λίγο πριν τη μέση του αρχίζει και γίνεται λίγο πιο ενδιαφέρον, αλλά όχι κάτι τρομερό, μη φανταστείς ότι το διάβαζα τρώγοντας τα νύχια μου από την αγωνία. Αφού δεν ξεφώναξα τον άντρα μου ούτε μια φορά που «μου μιλάει την ώρα που βλέπει ότι διαβάζω…».
Άσε που με ζάλισε με τις περιγραφές για το Ζιβερνί και τους ζωγράφους που ζήσανε ή περάσανε από εκεί, και για τους πίνακες των ζωγράφων και για τον Μονέ. Δεν μπορώ, τα βαριέμαι αυτά, δεν με ενδιαφέρει καθόλου μα καθόλου η ιστορία της τέχνης (έτσι την είχα πατήσει και με την Καρδερίνα της Donna Tart, με τη διαφορά όμως ότι εκεί η υπόθεση μου άρεσε περισσότερο).
Το τέλος; Εντάξει, το τέλος είναι αρκετά εντυπωσιακό θα έλεγα. Ή μάλλον, όχι το τέλος, όχι ακριβώς. Κάποιες σελίδες λίγο πριν το τέλος έχουν μια ανατροπή η οποία είναι αρκετά εντυπωσιακή. Μετά από αυτό όμως ξαναρχίζει μια πολυλογία περίπου 10 σελίδων (απ’ ότι θυμάμαι, δεν πρόκειται να πάω να ανοίξω το βιβλίο για να δω πόσες ακριβώς είναι) την οποία θα μπορούσε να συνοψίσει σε μισή σελίδα και να με αφήσει να κλείσω το βιβλίο με μια πιο ευχάριστη εντύπωση.
Ξέρεις τι νομίζω; Ότι του ήρθε στο μυαλό πρώτα η ανατροπή και πάνω σε αυτήν έψαξε τρόπο να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο. Ναι, μπράβο του, αλλά αρκεί αυτό; Ας έγραφε ένα διήγημα 100, άντε 150 σελίδων. Τις υπόλοιπες τι τις ήθελε; Αυτό που εννοώ, είναι ότι εγώ προσωπικά όταν έφτασα στις τελευταίες σελίδες ήμουν τόσο κουρασμένη και είχα βαρεθεί τόσο πολύ, που δεν σώζονταν πια η κατάσταση.
Να πω επίσης ότι δεν μου έφταιξε σε τίποτα η μετάφραση. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα (πολλές φορές συμβαίνει με τα μεταφρασμένα βιβλία, να χάνουν πολύ στη μετάφραση). Όλο το πρόβλημα ήταν στην στασιμότητα της πλοκής και στις περιγραφές, με κούρασε.
(Και κλείνοντας θα το πω και ας λέτε ότι θέλετε: το συναίσθημα που μου έμεινε αφού διάβασα όλο το βιβλίο και πια το έκλεισα είναι ότι ο συγγραφέας με εξαπάτησε, μου έκρυψε βασικά στοιχεία και με κορόιδεψε για να πετύχει το σκοπό του). 

Βαθμολογία: 4/10

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 


ΕΝΑΣ ΦΟΝΟΣ
ΕΝΑ ΧΑΜΕΝΟ ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ
ΤΡΕΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΞΕΡΟΥΝ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Σ’ ένα χωριό ζούσαν τρεις γυναίκες. Η πρώτη ήταν κακιά, η δεύτερη ήταν ψεύτρα, η τρίτη ήταν εγωίστρια. Κι όμως, είχαν ένα κοινό σημείο, κάτι σαν μυστικό…

Όλα είναι μια ψευδαίσθηση, ιδίως όταν ένα παιχνίδι αντικατοπτρισμών πολλαπλασιάζει τις ενδείξεις και περιπλέκει τα στοιχεία.
Ωστόσο οι φόνοι που ταράζουν την ηρεμία του Ζιβερνί, αγαπημένου τόπου του ζωγράφου Κλοντ Μονέ, είναι απολύτως αληθινοί.
Στο επίκεντρο της ιστορίας, τρεις γυναίκες: ένα κοριτσάκι έντεκα χρονών με ταλέντο στη ζωγραφική, μια ιδιαίτερα γοητευτική νεαρή δασκάλα και μια ηλικιωμένη με μάτια κουκουβάγιας, που παρακολουθεί τα πάντα. Και ένα θανάσιμο πάθος.
Με φόντο φήμες για πίνακες χαμένους ή κλεμμένους, μεταξύ των οποίων και οι περίφημες Μαύρες νυμφαίες του Μονέ, θολές εικόνες δημιουργούνται καθώς μπερδεύεται το παρελθόν με το παρόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου