28/3/17

Τώρα θα δεις... του κ. Δημήτριου Γκιώνη


Έκλεισα αυτό το βιβλίο των 130 σελίδων (την παλιά έκδοση με το ασπρόμαυρο εξώφυλλο) με ένα μόνο παράπονο: γιατί να είναι τόσο μικρό.
Το ευχαριστήθηκε η ψυχή μου, το χρειαζόμουνα. Από τη μια δάκρυζα, από την άλλη γέλαγα.
Είναι αναμνήσεις από τη ζωή του συγγραφέα, ενός από τα εννιά (εν ζωή) παιδιά μιας αρκετά καλοστεκούμενης οικονομικά οικογένειας σε ένα κεφαλοχώρι στη δεκαετία του 50. Δεν είναι μυθιστόρημα, είναι καταγραφή αναμνήσεων από τα παιδικά του χρόνια. 
Θα μπορούσε να είναι τόσο "βαρύ" το βιβλίο που να μαυρίσει η καρδιά μου διαβάζοντάς το. Μιλάει για δύσκολες εποχές, το φαγητό ήταν λίγο, τα παιχνίδια των παιδιών ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα για τα σημερινά δεδομένα και οι μεγάλοι άπλωναν το χέρι και χτυπούσαν τους μικρούς (ή τους τιμωρούσαν με άλλους τρόπους) καθημερινά. Όμως δεν είναι στενάχωρο βιβλίο. Τα πάντα περιγράφονται με μια απέραντη γλύκα και νοσταλγία και με χιουμοριστικό τρόπο που δεν με άφησε να μελαγχολήσω, τουλάχιστον την ώρα που το διάβαζα. Αντιθέτως έπιανα τον εαυτό μου να χασκογελάει συχνά, όχι φυσικά με τα γεγονότα που περιέγραφε αλλά με τον τρόπο που τα απέδιδε. Φυσικά υπάρχουν και σκηνές μέσα στο βιβλίο που δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν με ευχάριστο τρόπο, όσο χιούμορ και να έχει ο συγγραφέας.
Αφού το τελείωσα όμως διαπίστωσα ότι τελικά μου άφησε ένα βάρος στην καρδιά. Δεν ξέρω γιατί... Ίσως επηρεάστηκα από τη νοσταλγία που αποπνέει όλο το κείμενο, ίσως στεναχωρέθηκα για τη δύσκολη καθημερινότητα που είχαν οι άνθρωποι αυτής της γενιάς (αν και ήταν χαρούμενοι) ίσως φοβήθηκα μην τυχόν και επιστρέψουμε σε τέτοια δύσκολα χρόνια...

Βαθμολογία: 9/10

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 
«Με λένε Δημήτρη. Αυτό όμως το έμαθα αργότερα, μετά τα 12 μου, όταν ήρθα στην Αθήνα. Μικρός είχα προβλήματα. Ο πατέρας μου με φώναζε Μήτσο, ο θείος ο Ντίνος Δήμο, ο αδερφός μου ο Γιώργης Μήτρο, τ' άλλα μου αδέρφια και οι συμμαθητές μου Δημητριέ ή Δημητριό και σπανιότερα κάποιοι Μίμη ή Δημητράκη, η μητέρα Δημητρίξινο -και θα εξηγήσω πιο κάτω γιατί. "Πώς σε λένε, παιδάκι μου (ή ρε);" με ρωτούσαν, κι εγώ δεν ήξερα ποιο απ' όλα να πω. "Με λένε Δημητριό" έλεγα το πιο συχνό κι αγανακτούσα που δεν είχα ένα πιο βολικό όνομα, όπως τ' άλλα μου τ' αδέρφια: Παρασκευή, Βασίλης, Γιώργης, Κυριάκος, Νίκος, Ευγενία, Τάκης, Αλέκος -οχτώ, αν τα μετρήσατε, κι ένα εγώ εννέα κι ένα που πέθανε μικρό δέκα. Μόνο η μητέρα μας παραμόρφωνε τα ονόματα προσθέτοντας ένα -ξινο στο τέλος. Έτσι εγώ ήμουν ο Δημητρίξινος, ο Τάκης ο Τάξινος, ο Αλέκος Αλέξινος -για να σταθώ σ' εμάς τα τρία τελευταία, γιατί κατά τριάδες μεγαλώναμε, άντε και στην Ευγενία ή Ευγενίξινο, λίγο μεγαλύτερή μας, που η μητέρα την άφηνε να μας προσέχει όταν έφευγε, κι όποιος τα 'χε καλά μαζί της μπορούσε να κάνει καλά και τ' άλλα». Αρχές του '50, σ' ένα μικρό χωριό, που θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε ελληνικό χωριό. Ο Εμφύλιος έχει τελειώσει, αλλά η βία εξακολουθεί να κυριαρχεί σε μια κοινωνία όπου η ράβδος θεωρείται το αποτελεσματικότερο μέσο επιβολής των ισχυρών στους αδύναμους -μεγάλους και μικρούς. Μια σειρά από εικόνες της σκληρής εκείνης εποχής μέσα από τα μάτια ενός δωδεκάχρονου παιδιού -απ' όπου δε λείπει η τρυφερότητα και το χιούμορ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου