Τον Αύγουστο Κορτώ μέχρι τώρα τον είχα διαβάσει μόνο στα χιουμοριστικά του βιβλία. Καλά ήταν, γέλασα αρκετά, όμως πιστεύω ότι ένα βιβλίο με μικρά διηγήματα δεν μπορεί να αποδώσει τη συγγραφική ικανότητα κάποιου στο βαθμό που το κάνει ένα μεγαλύτερο σε όγκο βιβλίο. Η "Δέσποινα" είναι το πρώτο βιβλίο δικό του που διαβάζω και δεν έχει στάλα χιούμορ και οφείλω να πω ότι πραγματικά έμεινα απόλυτα ικανοποιημένη.
Η ίδια η Δέσποινα μας διηγείται τη ζωή της, με συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν. Τα παλιά χρόνια, γεμάτα από όμορφες και άσχημες στιγμές, με μια χαρούμενη παιδική ηλικία σε ένα μικρό χωριό, μια εγκυμοσύνη και μια συμβατική αλλά όμορφη οικογενειακή ζωή στην πόλη. Και το παρόν, με τη μοναξιά που βιώνει στη μέση ηλικία της. Και ανάμεσα; Μια τεράστια μαύρη κάθετη γραμμή που χωρίζει τη ζωή της στα δυο. Πριν το θάνατο του γιου της. Και μετά το θάνατο του γιου της, του Χρήστου της.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου η περίληψη ξεκινά με μια ερώτηση. "Κι αν η Παναγία ήταν Ελληνίδα μάνα;". Μέσα στο μυθιστόρημα υπάρχουν αρκετοί παραλληλισμοί της ιστορίας της Δέσποινας με τη ζωή της Παναγίας, όλοι έχουν μεταφερθεί στη σύγχρονη εποχή με όμορφο τρόπο, ενώ ακόμη και τα ονόματα παραπέμπουν στη ζωή του Χριστού. Υπάρχουν φυσικά και άλλα σημεία που ξεφεύγουν από το μύθο, καθώς και σημεία στα οποία η Δέσποινα, ως Ελληνίδα μάνα, μιλά στην Παναγία, ζητά τη βοήθειά της, λυπάται για τον πόνο που έζησε και συμπάσχει μαζί της.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου η περίληψη ξεκινά με μια ερώτηση. "Κι αν η Παναγία ήταν Ελληνίδα μάνα;". Μέσα στο μυθιστόρημα υπάρχουν αρκετοί παραλληλισμοί της ιστορίας της Δέσποινας με τη ζωή της Παναγίας, όλοι έχουν μεταφερθεί στη σύγχρονη εποχή με όμορφο τρόπο, ενώ ακόμη και τα ονόματα παραπέμπουν στη ζωή του Χριστού. Υπάρχουν φυσικά και άλλα σημεία που ξεφεύγουν από το μύθο, καθώς και σημεία στα οποία η Δέσποινα, ως Ελληνίδα μάνα, μιλά στην Παναγία, ζητά τη βοήθειά της, λυπάται για τον πόνο που έζησε και συμπάσχει μαζί της.
Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο φοβήθηκα ότι μπορεί να υπάρχουν ασεβείς παραλληλισμοί με τα Θεία, ίσως κάτι που να το θεωρήσω ύβρη, κάτι- οτιδήποτε- που να με εκνευρίσει, κι ας μην είμαι από τους ανθρώπους που πηγαίνουν συχνά στην εκκλησία. Δεν υπήρξε κάτι τέτοιο, καθόλου, ούτε στο ελάχιστο.
Η γραφή είναι στρωτή, η ιστορία ρέει όμορφα. Η ζωή της Δέσποινας με τράβηξε τόσο, που άνοιξα το βιβλίο να ρίξω μια ματιά και το έκλεισα μόνο όταν το τελείωσα, με μικρά διαλείμματα για να κάνω μόνο τα απαραίτητα. Η περιγραφή των συναισθημάτων της ηρωίδας τόσο ως γυναίκα όσο και ως μητέρα είναι εξαιρετική. Η ενσυναίσθηση (έτσι νομίζω λένε την ικανότητα κάποιου να μπαίνει στη θέση του άλλου και να κατανοεί τα αισθήματά του) του συγγραφέα έχει αποδώσει σε μεγάλο βαθμό τα όσα αισθάνεται μια μητέρα για το παιδί της.
Η γραφή είναι στρωτή, η ιστορία ρέει όμορφα. Η ζωή της Δέσποινας με τράβηξε τόσο, που άνοιξα το βιβλίο να ρίξω μια ματιά και το έκλεισα μόνο όταν το τελείωσα, με μικρά διαλείμματα για να κάνω μόνο τα απαραίτητα. Η περιγραφή των συναισθημάτων της ηρωίδας τόσο ως γυναίκα όσο και ως μητέρα είναι εξαιρετική. Η ενσυναίσθηση (έτσι νομίζω λένε την ικανότητα κάποιου να μπαίνει στη θέση του άλλου και να κατανοεί τα αισθήματά του) του συγγραφέα έχει αποδώσει σε μεγάλο βαθμό τα όσα αισθάνεται μια μητέρα για το παιδί της.
Στην ουσία πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο αγάπη. Αγάπη και ελπίδα, ότι όσο άσχημα και αν φαντάζουν τα πράγματα, πάντα θα υπάρχει ένας λόγος για να ζήσεις. Ωστόσο, αν και ο συγγραφέας προσπάθησε να δώσει μια μικρή νότα αισιοδοξίας στο τέλος, εμένα το βιβλίο με άφησε με έναν κόμπο στο λαιμό. Ήταν στενάχωρο, αλλά όμορφα στενάχωρο και χαίρομαι πάρα πολύ που το διάβασα και είδα και την άλλη πλευρά του κ. Κορτώ.
Βαθμολογία: 9/10
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κι αν η Παναγία ήταν Ελληνίδα μάνα;
Η Δέσποινα έχασε τον γιο της –τριάντα τριών χρονώ παλικάρι, από μιαν αποκοτιά, μια φτυσιά στα μούτρα της Χούντας– κι έχει γυρίσει την πλάτη στον θρύλο που ξεπήδησε απ’ τον χαμό του: τι να την κάνει τη λατρεία του κόσμου, τους οπαδούς και τους πιστούς, όταν το παιδί της είναι μες στο χώμα;
Κι έτσι επιστρέφει με τον νου στο μόνο καταφύγιο –στο παρελθόν– και ξαναζεί τα πάθη και τα λάθη της: το ακριτικό χωριό και τους γέρους γονείς της, το μωρό στα σπλάχνα της, με τον ανομολόγητο πατέρα, τον ξενιτεμό στην Αθήνα, στο αρχοντικό της Δεξαμενής. Από ψυχοκόρη αφέντρα και κυρά, γυναίκα του καλόκαρδου Σήφη, σύντροφος και στήριγμα στα μαύρα χρόνια της κατεχόμενης Κρήτης – μα πάνω απ’ όλα, μάνα του Χρήστου.
Αλλά όση αγάπη κι αν του έδινε, ο μοναχογιός της ήταν μια ζωή ατίθασος, άπιαστος σαν αγρίμι, άφοβος στον κίνδυνο κι αψήφιστα δοσμένος στη φιλία και στον έρωτα, λες και μπορούσε να πατήσει χάμω ως και τον θάνατο. Κι έτσι παρασύρθηκε, απ’ τον φανατισμό της κουστωδίας του και τα μάτια της Μάγδας, κι έφαγε το κεφάλι του.
Μα όλα αυτά τα χρόνια, τα μερόνυχτα της αγωνίας και της πίκρας, η Δέσποινα είχε μια κρυφή παρέα, ορατή μόνο στα μάτια της ψυχής της: την κόρη που δεν απόχτησε, την κόρη που θα μεγάλωνε στο πλευρό της και θα γινόταν απάγκιο κι αποκούμπι της. Μήπως κι η ίδια η Παναγιά δεν θα ’θελε ένα κοριτσάκι, για να γλυκαίνει η αντάρα που την πότιζε ο κανακάρης της, για να αλαφραίνει ο πόνος του φευγιού του;
Ώσπου μια μέρα, ένας χαμένος φίλος του Χρήστου –ο Γιαννάκης, αφοσιωμένος σαν μαθητής και γλυκός σαν παραγιός– έρχεται να ταράξει τη μοναξιά της Δέσποινας με τις αποκαλύψεις του, με την αλήθεια που λουφάζει στην πιο απίθανη κρυψώνα.
Μια ιστορία γι’ αυτό που ζήλεψε ακόμα κι ο Θεός, την αγάπη της μάνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου