25/3/21

Η Παναγία των Παρισίων - Victor Hugo


Παρά το ότι έχω διαβάσει εκατοντάδες βιβλία όλων των ειδών και κατηγοριών, υστερώ τρομακτικά πολύ στην ανάγνωση κλασικών συγγραφέων. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι τα εν λόγω έργα θα είναι πάντα εκεί να περιμένουν πότε θα πάρω την απόφαση να τα διαβάσω, χωρίς να χάσουν ποτέ τίποτα από την αξία τους. 

Στο συγκεκριμένο έργο, την Παναγία των Παρισίων, μπορώ να πω ότι βρίσκω μια σημαντική διάφορά στη δομή του, αν το χωρίσουμε σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος, περίπου στις τριακόσιες πρώτες σελίδες, η πλοκή κυλάει πολύ αργά. Πιο αργά από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο έχω διαβάσει θα έλεγα. Μπορεί να περάσουν και τριάντα ή σαράντα σελίδες στις οποίες δεν υπάρχει καμία εξέλιξη και ο συγγραφέας περιγράφει την εκκλησία ή το Παρίσι του Μεσαίωνα και τις μεταβολές που επήλθαν με τον χρόνο. Δεν έχω πάει ποτέ στο Παρίσι οπότε όλα τα μέρη μου ήταν άγνωστα και οι πολλές περιγραφές και λεπτομέρειες θα έλεγα ότι με κούρασαν. Οι τεράστιες προτάσεις που περιστασιακά χρησιμοποιεί δεν διευκόλυναν την κατάσταση, αφού δεν είναι υπερβολή να πω ότι παράγραφοι σχεδόν μισής σελίδας ήταν γραμμένες με μια μόνο πρόταση. Επίσης, περιγράφει τις ιδέες και τις αντιλήψεις του σχετικά με την αρχιτεκτονική και την τυπογραφία σε αρκετές σελίδες, που αν και ήταν ενδιαφέρουσες με έβγαλαν τελείως από τη ροή της ιστορίας.

Από την άλλη μεριά, ήταν πανέξυπνος τρόπος που περνάει μέσω της πλοκής τις αντιλήψεις του για τον κλήρο, τη θρησκεία και την μοναρχία (ή την εξουσία γενικότερα). Το ίδιο πανέμορφα περνάει μέσα από την αφήγηση στιγμές από την καθημερινότητα και τις συνήθειες των κατοίκων της εποχής καθώς και κάποιες (ακατανόητες για εμάς) αντιλήψεις θρησκευτικού είδους που κυριαρχούσαν την περίοδο του Μεσαίωνα.

Στο δεύτερο μέρος που αφοσιώνεται στην ιστορία πραγματικά κάνει την διαφορά από οποιονδήποτε σύγχρονο συγγραφέα. Δημιουργεί εικόνες μια του πρόταση, μεταφέρει συναισθήματα με μεγάλη ευκολία και κατάφερε να δημιουργήσει ήρωες που μένουν αξέχαστοι.

Βαθμολογία: Άνευ. 

Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

Η όμορφη τσιγγανούλα Εσμεράλδα αγαπάει τον λοχαγό Φοίβο ντε Σατοπέρ. Όμως ο αρχιδιάκονος Κλαύδιος Φρόλλο, που θέλει να κάνει δική του την όμορφη τσιγγάνα, μην μπορώντας να ελέγξει το σκοτεινό του πάθος, μαχαιρώνει τον λοχαγό. Στη συνέχεια, κατηγορεί την Εσμεράλδα για τον φόνο, επειδή εκείνη τον απορρίπτει, και το δικαστήριο την καταδικάζει σε θάνατο πιστεύοντας ότι ο Φοίβος είναι νεκρός.

Ωστόσο, ο Κουασιμόδος, ο καμπούρης και άσχημος κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων, που είναι στα κρυφά ερωτευμένος με την όμορφη τσιγγάνα, την αρπάζει και την κρύβει μέσα στην πολυδαίδαλη εκκλησία, αλλά τελικά ο αρχιδιάκονος καταφέρνει να την πάρει από τα χέρια του και να την παραδώσει στον δήμιο. Η τραγική ιστορία αγάπης τελειώνει με την Εσμεράλδα στην κρεμάλα και τον Κουασιμόδο να τιμωρεί τον Φρόλλο, ρίχνοντάς τον από τον ναό, και να εξαφανίζεται.

Στο κορυφαίο αυτό μυθιστόρημα της ρομαντικής λογοτεχνίας, ο Ουγκώ παράλληλα με τη συγκινητική και τρυφερή ιστορία της Εσμεράλδας και του Κουασιμόδου εγκωμιάζει την υπέροχη Νορτ Νταμ, περιγράφει την πολεοδομία του Παρισιού και καταγγέλλει τις αρχιτεκτονικές επεμβάσεις που έγιναν στον καθεδρικό ναό και σε άλλα μνημεία του Μεσαίωνα. Αφηγείται γεγονότα ενάντια στον σκοταδισμό και ασκεί κριτική στην Εκκλησία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου