24/11/22

Οι κουρελούδες της Αλισάβας - Νίκος Μητούσης

Νίκος Μητούσης

Mόλις είδα τον τίτλο και το εξώφυλλο του συγκεκριμένου βιβλίου άρχισαν να χτυπάν μέσα μου τα καμπανάκια που φωνάζουν "αυτό θέλω να το διαβάσω". Όταν μάλιστα έμαθα ότι μεγάλο μέρος του διαδραματίζεται στη Θράκη (Ανατολική και Δυτική), τα καμπανάκια έγιναν καμπάνες δυνατές. 

Τελικός απολογισμός τώρα που το διάβασα; Χαίρομαι πάρα πολύ. Πραγματικά, η ζωή της Αλισάβας και της οικογένειάς της μου κράτησε παρέα αρκετές μέρες- πρόκειται εξάλλου για ένα χορταστικό σε μέγεθος βιβλίο. Η ιστορία ξεκινά από τη Ραιδεστό, στις αρχές του 20ου αιώνα, και τελειώνει σε ένα χωριό της Θράκης, τον Ίασμο νομίζω, κάπου στις μέρες μας. Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, μάλιστα δεν υπάρχουν ιδιαίτερες αναφορές και παραπομπές σε ιστορικά γεγονότα, απλά μέσα από τη ζωή των πρωταγωνιστών έχουμε μια πλήρη περιγραφή των όσων συνέβησαν στην περιοχή τον τελευταίο αιώνα. 

Η Αλισάβα κάθε φορά που βρίσκεται σε κατάλληλη ψυχολογική κατάσταση μιλά με τον νεαρό Νικηφόρο και του διηγείται τη ζωή τη δική της αλλά και γενικά των μελών της οικογένειάς της. Γεννήθηκε στη Ραιδεστό, ήταν μικρό παιδί το 1912 όταν το σπίτι τους καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του μεγάλου σεισμού και αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν. Δυστυχώς, δεν ήταν αυτή η μοναδική φορά που εγκατέλειψαν την περιουσία τους και άρχισαν τη ζωή τους από την αρχή. 

Η εποχή ήταν ταραγμένη, από τη μια γινόταν συνέχεια πόλεμοι και από την άλλη οι χριστιανοί ήταν αναγκασμένοι να υφίστανται τους διωγμούς των Νεότουρκων. Μέσα από τις μετακινήσεις της οικογένειας της Αλισάβας μαθαίνουμε πολλά για τον τρόπο ζωής των οικογενειών που δεν αντιμετώπιζαν οικονομικό πρόβλημα. αλλά ταυτόχρονα παρακολουθούμε και το πώς βίωσαν οι απλοί πολίτες τις τεράστιες γεωπολιτικές αλλαγές που συνέβησαν και τελείωσαν με την κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξαιρετικά δυνατή είναι η ιστορία των αδερφών της Αλισάβας, του Λεωνίδα και του Κωνσταντή, τους οποίους οι Τούρκοι έστειλαν στα τάγματα εργασίας, όπως και η μετέπειτα πορεία του Κωνσταντή.  

Δεν τελειώνει η ιστορία με την εκδίωξη των Χριστιανών από την Ανατολική Θράκη. Μεταφερόμαστε πλέον στην Ελλάδα, κυρίως στην Καβάλα και στην Ξάνθη όπου πλέον ζει η οικογένεια. Αυτό το κομμάτι πραγματικά με συγκίνησε πολύ, νομίζω το ίδιο θα συμβεί σε όσους γνωρίζετε τις πόλεις, ειδικά την Ξάνθη. Μιλά για την ιστορία της περιοχής, την παραγωγή καπνού και τις καπναποθήκες, την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά ταυτόχρονα κάνει και μια όμορφη ξενάγηση στην πόλη όπως ήταν πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Και δεν σταματά εκεί. Μιλά για τη Βουλγαρική κατοχή (η Θράκη κατά κύριο λόγο είχε κατοχές- δύο νομίζω- από τους Βούλγαρους, όχι από τους Γερμανούς), για την πόλη που άλλαξε τη δεκαετία του '70 και κάνει και μια περιγραφή της στις μέρες μας, αναγνώρισα πολλά μέρη και καταστήματα. 

Ο λόγος είναι γρήγορος, η ιστορία ρέει ξεκούραστα. Οι διηγήσεις της Αλισάβας που μας μεταφέρουν στο παρελθόν εναλλάσσονται με την ζωή του Νικηφόρου στο παρόν, τον οποίο ακολουθούμε στα χρόνια που από μικρό παιδί γίνεται έφηβος και μετά άντρας. Σαν να μου φάνηκε ότι επικεντρώθηκε λίγο περισσότερο στο να μας περιγράψει τον χαρακτήρα και την ψυχολογία του Νικηφόρου, ενώ όσον αφορά την Αλισάβα επικεντρώθηκε στην ιστορία της (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μας δίνει στοιχεία του χαρακτήρα της). 

Πολλές φορές οι προτάσεις είναι μακρόσυρτες και οι περιγραφές καταλαμβάνουν πολλές σειρές. Ο  λόγος εκείνες τις στιγμές είναι άλλοτε ποιητικός και άλλοτε αγχωτικός, αναλόγως τί χρειάζεται το κείμενο τη συγκεκριμένη στιγμή. Άλλες φορές πάλι, το συντακτικό είναι πιο συνηθισμένο, πιο βατό. Και όλα αυτά σε σωστά και καλογραμμένα ελληνικά. Μπράβο στον συγγραφέα, η δουλειά είναι εξαιρετική. 

Βαθμολογία: 10/10

Υ.Γ. Βάζω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο, σελίδες 332- 333, για να καταλάβετε όσα λέω για τον μακρόσυρτο λόγο.

Έφυγαν τ’ αγόρια, στάχυα κατάξανθα σε χωράφι πυκνοσπαρμένο, και τι έμεινε; Το μαύρο χώμα κι οι καμένες καλαμιές. Ποιος καιρός να βρέξει ελεημοσύνη; Ποιος ήλιος να ζεστάνει κενοτάφια; Άσπρα κόκαλα σε χώματα αφιλόξενα, δόντια του δράκου του μυθικού απ’ την Κολχίδα, σπορά σε χρόνους στείρους κι άγονους, θυσίες σε θεούς που δε θυμούνται. Κι όνειρα, όνειρα πολλά να ξεσηκώνονται τις νύχτες, να ψάχνουν συγγενείς να δώσουν το μαντάτο, να βεβαιωθούν ότι ανάψανε καντήλια, ότι διαβάστηκαν τρισάγια, ότι δεν ξεχάστηκαν. Έφυγαν. Χιλιάδες φυγές, χιλιάδες θάνατοι στο πηγάδι που το λένε Ιστορία, χιλιάδες αναστεναγμοί στον ανήφορο που τον λένε ζωή, τι να σου κάνει ένας ακόμα; 


Το οπισθόφυλλο του βιβλίου: 

"Διάλεγε τα ρουχαλάκια, τα λουρίδιαζε για τις κουρελούδες της και αναθυμόταν τους δικούς της στην αντίπερα όχθη. Κουβέντιαζε μαζί τους, τους κερνούσε, έκλαιγε που δεν μπορούσε να τους αγγίξει, θύμωνε και μέρευε, αλλά τους αποθαμένους δεν τους αποχωριζόταν."


Εκείνο το καλοκαίρι του 1912 στη Ραιδεστό ήρθε ο σεισμός σαν δράκος του παραμυθιού να καταπιεί τη μικρή Αλισάβα και τα αδέλφια της, να σύρει τα φορτωμένα κάρα σε νέους τόπους και να παίξει με τα κουβάρια της ζωής τους.

Πολλά χρόνια μετά, εκεί στο χιονισμένο δρομάκι, φάνηκε μια παράξενη σκιά κουκουλωμένη με την μπέρτα της, σαν λάμια, ήταν τρομακτική φιγούρα για τα παιδιά, αινιγματική για τους μεγάλους. Ήταν Χριστούγεννα κι έκανε κρύο. Η Αλισάβα έπιασε το μικρό αγόρι από το χέρι και το οδήγησε στο σπίτι της. Εκείνο, σαστισμένο, κάθισε κοντά στη σόμπα, παρατηρώντας τους καναπέδες με τα υφαντά και τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στον τοίχο. Τον κέρασε κουραμπιέ και της είπε τα κάλαντα.

Από κείνη τη μέρα τα δακρυσμένα μάτια της θα μολογούσαν χιλιάδες θύμησες στον Νικηφόρο. Όλα όσα φύλαγε εξήντα τόσα χρόνια... σπαρτά και αλώνια, θάλασσες και γλάρους, μαύρα σύννεφα και κανόνια, πολύχρωμα κουρελάκια, μια ζωή ολάκερη στον αργαλειό, να περνάει τη σαΐτα, να κυλούν τόπια τα υφαντά.

Το ταξίδι ατέλειωτο, δελεαστικό, μήνες θαρρείς κρατούσαν οι διηγήσεις, μήνες κι εποχές ολόκληρες, άπλωνε το χέρι ο Νικηφόρος και πίστευε ότι θα τις αγγίξει· έτσι όπως άγγιζε τα ρόδια στη μικρή αυλή ώσπου να γίνουν ζάχαρη, ν' αγαπηθούν πολύ όσοι τα γευτούν κι η γλύκα να γεμίσει παρηγοριά τον κάθε πικραμένο στον απάνω κόσμο...

Κι όταν το αγόρι έγινε άνδρας και η παράξενη σκιά ετοιμαζόταν να ταξιδέψει, πάλι μια κουρελού ολοκαίνουρια, απάτητη, με χρώματα ζωντανά, θα τους έδενε για πάντα... "Από δικά σου ρούχα φτιαγμένη, ξέρεις εσύ..."



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου